διόδοτος

διόδοτος
Διόδοτος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Διόδοτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Δ. ο Ερυθραίος (4ος αι. π.Χ.). Ένας από τους συντάκτες των Εφημερίδων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Εφημερίδες αυτές περιείχαν λεπτομερή έκθεση της ιδιωτικής ζωής και των πράξεων του Μακεδόνα στρατηλάτη,… …   Dictionary of Greek

  • διόδοτον — Διόδοτος masc/fem acc sg Διόδοτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότοιο — Διόδοτος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοδότοιο — Διόδοτος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότου — Διόδοτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοδότου — Διόδοτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότους — Διόδοτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοδότους — Διόδοτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότων — Διόδοτος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”